Εδώ το νερό είναι λίγο και βγαίνει με κόπο από το πηγάδι. Δεν πάει τίποτα χαμένο, εκτελεί τον πλήρη κύκλο του. Το τοπίο αυτό σε κάνει μετρημένο, πιο προσεκτικό. Τα δέντρα δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν, ο αέρας τους κόβει τις πιθανότητες αμέσως και αν κάποιο φυτρώσει σε απάγκιο θα πρέπει να ψάξει πολύ για να βρει μια στάλα χώμα. Βράχος πάνω στο βράχο. Όπου έχει λίγο απλωσιά οι άνθρωποι από χιλιάδες χρόνια πριν ακρίσανε τις πέτρες, φτιάξανε οχυρά, σπίτια και λιθιές, κάμανε χώρο να καλλιεργήσουνε κι εξημέρωσαν τα ζώα.
Μάλλον αυτό, ότι είναι τόσο μικρό. Σε μια καλή βόλτα μπορείς να το δεις όλο. Στέκει κοντά στη Ρόδο και νότια της Τήλου, στην άκρη του Αιγαίου.
Δε με εντυπωσίασε, απλά βρήκα τίμια τη δήλωση του. Μου άρεσε και χωρίς να πω ναι ή όχι κάθισα σ’ ένα βράχο του με αδιάκοπη θέα στο Αιγαίο. Την κίνηση μου την εξέλαβε ως «μάλλον ναι». Είναι τόσο μικρό που από την κορυφή του βλέπεις κάθε άκρη, έτσι δίνει την αίσθηση ότι είναι ένα καράβι που μες τα χρόνια αλλάζει επιβάτες όχι όμως λιμάνι. Σε κάθε μέρος ψάχνω τα σημάδια των ανθρώπων. Εκεί βρήκα λίγα από τους σύγχρονους, κυρίως κάτω στο λιμάνι. Ένας παραλιακός δρόμος, λίγες ταβέρνες, μια προβλήτα και από πάνω λίγα σπίτια, όχι πολλά, ο βράχος δεν τους δίνει περιθώριο ν’ απλωθούν. Στα υπόλοιπα από τα 28 τετραγωνικά χιλιόμετρα τα σημάδια ανήκουνε σε άλλους. Η φύση δεν παλεύει να τα σβήσει γιατί είναι εναρμονισμένα μαζί της.
Όλο το οδικό δίκτυο του νησιού είναι 17 χιλιόμετρα και περίπου 60 χιλιόμετρα μονοπάτια. Δεν έχουνε σηματοδότηση και πρέπει ο περιπατητής να είναι προσεκτικός. Λίγο άμα ξεστρατίσει απότομοι βράχοι θα κόψουν την πορεία του αλλά μπορεί να βρεθεί και σε κάποια από τις 11 παραλίες. Μικρές είναι όλες τους, οι περισσότερες για 2 άτομα. Έτσι μου φαίνονται πολλά μέρη, φτιαγμένα για έναν ή για 2.
Ο δρόμος τελειώνει στον Άη Γιάννη τον Αλάργα. Μου αρέσει αυτό το όνομα του δίνει ένα πιο μάγκικο χαρακτήρα, δεν είναι απλά άγιος είναι και ρεμπέτης. Ξεκινήσαμε να περπατάμε προς τον Καμένο Σπήλιο που βρίσκεται κοντά στη θέση Αμαλή. Στη Σπηλιά αυτή είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα της Χάλκης για να γλιτώσουν από τη σφαγή του Μοροζίνι όταν έμαθε ότι προδώσανε την κίνηση του στόλου του από τη Ρόδο. Το Καμένο Σπήλιο κουβαλάει ακόμα μεγάλο φορτίο για τους Χαλκίτες κι ας έχουνε περάσει πάνω από 400 χρόνια. Οι στρατιώτες βάλανε φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς και όσοι ήταν μέσα πέθαναν από ασφυξία.
Αυτό που πρόδιδε oτι ήμουν τουρίστας ήταν το ντύσιμο μου και το ορειβατικό σακίδιο. Μέσα είχα νερό, κολατσιό και ψαλίδι για την κουρά των προβάτων. Μέσα σε 20 λεπτά φτάσαμε στο πρώτο μαντρί. Τα χέρια μου κούρευαν αδέξια. Ο Μιχάλης δε χρειαζόταν πάνω από 10 λεπτά για να τελειώσει με το καθένα, έπιανε το επόμενο με τη γκλίτσα, το έβαζε κάτω κι ενώ κούρευε κοιτούσε να δει τι κάνω. Θα πρέπει να φαινόμουν λίγο αστείος. Κουρέψαμε καμιά δεκαπενταριά πρόβατα και κινήσαμε γρήγορα για το Χρυσόι. Ακολουθούσα τα βήματα του πηδώντας από βράχο σε βράχο. Εκεί κάναμε άλλη δουλειά, η ώρα είχε περάσει και δε μας έπαιρνε για κούρεμα. Χωρίσαμε τα κατσίκια από τα πρόβατα και τα σημαδέψαμε στ’ αυτιά να ξεχωρίζει το κοπάδι. Γεμίσαμε τις ποτίστρες με νερό και φύγαμε. Μπήκα μπροστά ανεβαίνοντας τα Βακκόλια. Έβρισκα εύκολα το μονοπάτι. Μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα είχα εξοικειωθεί με το ανάγλυφο και ένιωθα σα να είχα κουρέψει και πέρσι πρόβατα εκεί, σα να ήταν να κουρέψω και του χρόνου.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας φτάνουν στο μικρό λιμάνι του Ιμπορειού καραβάκια με επισκέπτες από τη Ρόδο. Για τους περισσότερους η μέρα περνάει με βόλτες πάνω κάτω στον παραλιακό δρόμο, στις ταβέρνες η σε μια από τις τρείς κοντινές οργανωμένες παραλίες.
Γράφοντας την από πάνω παράγραφο μου γεννήθηκε η επιθυμία να δω πως είναι να ανεβαίνεις το βουνό με τον αέρα να λυσσομανάει ή να ακούσω τα αγριεμένα κύματα που σβήνουνε στα βράχια. Μάλλον την είχα κι από πριν. Τώρα που το σκέφτομαι θυμάμαι την απάντηση μου στην τυπική ερώτηση που κάνουν στα μικρά παιδιά «εσύ τι θα γίνεις όταν θα μεγαλώσεις;». Άλλοι απαντούσαν αστυνομικός, άλλοι αστροναύτης, γιατρός, δικηγόρος, εγώ είχα ένα φίλο που ήθελε να γίνει απλά μεγάλος για να μπορεί να αποφασίσει κι εγώ ήθελα να γίνω τσοπάνης ή φαροφύλακας.
Το βράδυ η κατάσταση ηρεμεί. Οι λίγες παραλιακές ταβέρνες στο λιμάνι, το ελαφρύ αεράκι που πιάνει γύρω στις 8:00 και οι φωνές των παιδιών από μακριά είναι τα υλικά που στήνεται το σκηνικό.
Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι το στα 593 μέτρα, ο Μάιστρος, δε φτάνει εκεί μονοπάτι. Σε πολλά σημεία δε φτάνει μονοπάτι. Είναι πολύ μικρή η Χάλκη και οι άνθρωποι της πολύ απασχολημένοι για να εξασφαλίσουν το ελάχιστο. Κάποιοι στα μάτια μου μοιάζουν τόσο αυτάρκεις και σκληραγωγημένοι που τους φαντάζομαι να είναι ευτυχισμένοι με ένα κομμάτι γη, λίγο νερό, σπόρους για να κάνουνε σοδειά και λίγα ζώα. Οι άνθρωποι δε φτάνουν σε πολλά σημεία και αυτό την κάνει να μοιάζει ακόμα πιο μικρή. Στα απόκρημνα βράχια θα συναντήσεις μόνο κάνα βοσκό που να ψάχνει ζώα που χάθηκαν και το μόνο που ακούγεται είναι τα θαλασσοπούλια να σκίζουν τον αέρα.
Πιο πάνω ανέφερα τους ανεμόμυλους.
Περίεργο συναίσθημα, χρόνια το παρατηρώ να μου συμβαίνει, δεν αλλάζει, μόνο που πλέον φεύγοντας από τα υψώματα όλο και κάποιος μένει πίσω μου συντρίμμια ή τουλάχιστον σοβαρά τραυματισμένος από τη μάχη καθώς εγώ πηγαίνω προς το λιμάνι καβάλα στο Ροσινάντε.
Δε βρήκα πολλές πληροφορίες για τους ανεμόμυλους αλλά δε με πείραξε. Καλύτερα τις πληροφορίες να τις ψάχνουμε στις διηγήσεις όχι στο διαδίκτυο. Ακόμα κι αν ήθελα να τις ψάξω εκεί δε θα έβρισκα πολλά. Η καταγεγραμμένη ιστορία της Χάλκης είναι ελάχιστη. Για τους ανεμόμυλους βρήκα πληροφορίες τυχαία στο καφενείο, μάλλον όχι πληροφορίες, μια καλή διήγηση :
«Πάνω από 200 γαϊδούρια περνούσαν καθημερινά το μονοπάτι που οδηγεί εκεί, χώρια τους πιο φτωχούς που κουβαλάγανε το στάρι στην πλάτη. Η θάλασσα είναι άγρια εδώ και μεγαλώνουμε με το φόβο της. Στα λίγα σημεία που μπορούσαν οι άνθρωποι έσκαβαν. Άμα η χρονιά ήταν κακή οι άνθρωποι έκαναν υπομονή. Αν και η επόμενη ήταν κακή αναγκαζόταν πολλές φορές να φύγουν ή να υποταχθούν στη μοίρα. Φαντάσου την εποχή που όλο το έχει του νησιού ήτανε τα ζώα, τα μποστάνια, το στάρι και τα ψάρια. Τώρα έχουμε κυρίως τον τουρισμό, αλλάξανε οι εποχές, το 1976 είχε έρθει και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Σχεδόν όλοι ήμασταν στο λιμάνι, όχι ότι τον ξέραμε, απλά θέλαμε να δούμε πως μοιάζει ένας βασιλιάς. Εγώ που τον είδα καμία εντύπωση δε μου ‘κανε. Ακόμα τότε οι ανεμόμυλοι δουλεύανε ασταμάτητα. Πρώτη και τελευταία φορά είχα δει ακόμα και τα γαϊδούρια να στέκονται στο μονοπάτι και οι αγωγιάτες να κοιτάνε το λιμάνι. Έπειτα τα δρομολόγια αραίωσαν, τα γαϊδούρια έγιναν λιγότερα, στο νησί άρχισαν να φτάνουνε που και που τουρίστες - τα ζήλευα λίγο τα δερμάτινα σανδάλια όχι όμως μαζί με κάλτσα.. τέλος πάντων-. Θέλω να πω αλλιώς την είδα εγώ τη Χάλκη και καμιά φορά με ξενευρίζει που δεν έχω την ησυχία μου. Έχω βέβαια τους τουρίστες μου να φροντίσω επίσης κάτι τύπους που ψάχνουν ιστορίες».
Η τελευταία του φράση ακούστηκε καθώς εξαφανιζόταν προς την κουζίνα για να μου φτιάξει καφέ. Είπαμε κι άλλα καθώς επέστρεψε αλλά κάθε τόσο σηκωνόταν, νευρικός άνθρωπος, σκληρός. Μόνο όταν χαμογελούσε κι έγερνε το κεφάλι προς τα πίσω άλλαζε στιγμιαία αλλά μετά σα να το μετάνιωνε που έδειξε μαλθακός.
Το ανατολικό κομμάτι του νησιού είναι πιο ήπιο και το πιάνει λιγότερο ο αέρας. Έξω από το Ιμπορειό ξεκινάνε 3 μονοπάτια. Εγώ πήρα το πιο μακρύ για να φτάσω στο ναό του Απόλλωνα, ότι έχει μείνει δηλαδή αφού τα μάρμαρα του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του καμπαναριού του Άη Νικόλα.
Σε μια κήφη κατασκευασμένη περίπου 300 χρόνια υπάρχει σκαλισμένη η ημερομηνία 27-6-1923 και 2 αρχικά, ο χρόνος τα έχει σβήσει σχεδόν και διάβασα πιο πολύ με τα δάχτυλα. Πιο πέρα στέκει ένα αρνί που υπολογίζω ότι γεννήθηκε λίγο μετά το Πάσχα. Αυτό εννοώ στρώματα ιστορίας, αυτά που συνυπάρχουν, πότε το ένα πάνω στο άλλο και πότε συμπορεύονται χωρίς να υπάρχει πολλές φορές η συναίσθηση της ύπαρξης του ενός για το άλλο.
Πηγαίνοντας προς τα Κάνια ξεκινάει το μονοπάτι και μετά το ναό βλέπει προς τη θάλασσα. Στα Λιμενάρια χάνεται για λίγο μέσα στα κέδρα αλλά το όριο της ξερολιθιάς από τη μια και της θάλασσας από την άλλη βοηθάει. Πάνω από την παραλία Αρέτα βρέθηκα σε έναν κόμβο μονοπατιών κι είπα να αποφασίσω λίγο αργότερα που θα τραβήξω.
Ακούμπησα τα ρούχα μου σ’ ένα βράχο, έβαλα μια πέτρα από πάνω και μπήκα στη θάλασσα. Λίγο μετά, στην παραλία, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο σακίδιο με πήρε για λίγο ο ύπνος και ήμουν ακόμα σα σε όνειρο όταν ξεκίνησα για το Γυαλούι τ’ Άη Γιωρκιού. Κι άλλος άγιος σε αυτό το νησί με ωραίο όνομα, όχι ρεμπέτης όπως τον Άη Γιάννη τον αλάργα. Αυτός έχει άλλο χαρακτήρα. Κρατάει τη ντοπιολαλιά και την παράδοση.
Κάποιος που τα είπαμε λίγο κάτω στο λιμάνι μου μίλησε για τα ξωκλήσια του νησιού και τους αγίους , αυτός μου είπε για το Γυαλούι αλλιώς μπορεί και να μην πήγαινα. Μου περιέγραψε τοποθεσίες και μου μίλησε για τους αγίους λες κι ήταν φίλοι του, σα να με έστελνε να τους συναντήσω και να τους δώσω χαιρετίσματα.
Ήθελα ν’ ανέβω στο κάστρο του χωριού, έστω και νύχτα. Σκέφτηκα ότι πάνω στους ογκόλιθους και τις αρχαίες κολώνες θα σχηματίζονται παράξενες σκιές και βοηθάν αυτές τη φαντασία να βγάλει συμπεράσματα. Ανέβηκα πάνω και φτάνοντας σ’ ένα παράθυρο του κάστρου απλώθηκε μπροστά μου το ακρωτήρι της Μέσα Τραχειάς. Σε αυτά τα βράχια έβλεπαν κάποτε οι Χαλκίτες τους πειρατές ν’ αποβιβάζονται και σφίγγονταν οι καρδιές τους από φόβο μήπως και είναι πολλοί και καταφέρουν να πατήσουνε το κάστρο. Στην τελική του μορφή χτίστηκε το 15ο αιώνα από τους Ιππότες του τάγματος του αγίου Ιωάννη. Όταν κίνησα για κάτω είχε πάει αργά.
Μια φορά το χρόνο παίρνει ζωή, στο πανηγύρι της Παναγίας στις 14 και 15 Αυγούστου. Αφού τελειώσει η λειτουργία μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια προβατίνες του μοναστηριού. Μετά απλώνονται κουβέρτες και στρωσίδια στη γη μέχρι τα χαράματα που αρχίζει ο παπάς και πάλι να ψέλνει. Το πανηγύρι είναι το μεγάλο γεγονός του νησιού. Κάθε χρόνο έρχονται μετανάστες Χαλκίτες ακόμα και από την Αμερική.
Όλοι έχουν εμφυσήσει την αγάπη τους γι’ αυτό το μικρό νησί στα παιδιά και τα εγγόνια τους έτσι κάθε δεκαπενταύγουστο παίρνει μια άλλη μορφή και γεμίζει με κόσμο.
Κάτι υπάρχει που δεν είναι εύκολα διακριτό άμα βιάζεσαι. Οι πέτρες στις ξερολιθιές στέκουν χάρη στην ισορροπία και τη βαρύτητα και λένε ιστορίες η μια στην άλλη, όχι μόνο για βασιλιάδες και πειρατές, αλλά κυρίως για αυτούς που αφήνουνε τα πιο αληθινά και σταθερά σημάδια.
Εγώ αγάπησα ένα μικρό δρομάκι, μια τσιμεντένια δεξαμενή κι ένα μουλάρι δεμένο σ’ ένα στύλο. Αυτή είναι η πιο ζωντανή εικόνα που θυμάμαι όταν έφτασα πρώτη φορά σ’ αυτό το νησί ένα χρόνο πριν. Ανηφόρησα το δρομάκι, χαιρέτησα το μουλάρι και συνέχισα μέχρι να φτάσω σ’ένα πλάτωμα. Έβγαλα ένα βιβλίο από το σάκο μου κι άρχισα να διαβάζω. Μερικές φορές πράγματα συμβαίνουν σε παράλληλα σύμπαντα που δεν τα καταλαβαίνουμε αμέσως και μετά από καιρό λέμε «Αλήθεια!;», όχι τόσο σαν ερώτηση όσο σα διαπίστωση. Κάτι τέτοιο έγινε μάλλον την ώρα που διάβαζα εκείνο το απόγευμα. Δεύτερη φορά πάλι χωρίς να είναι συνειδητή απόφαση βρέθηκα ως περιπλανώμενος στο Αιγαίο.
Για να πάμε σ’ ένα μέρος δε χρειαζόμαστε τις συμβουλές ταξιδιωτικών οδηγών. Μπορεί ένας οδηγός να μας προετοιμάσει για να μπορούμε να αντιληφθούμε τα θαύματα που συμβαίνουν καθημερινά;
Κανείς δε θα δει στη Χάλκη αυτά που είδα και ο ίδιος αέρας που φύσηξε καθώς το πλοίο της γραμμής ξεκολλούσε από τη στεριά δε θα ξαναφυσήξει. Ο ήλιος έδυσε στο Αιγαίο κι έψαξα να βρω άλλες δυο – τρείς στερεότυπες φράσεις για να κλείσω με ωραίο τρόπο. Δε βρήκα τίποτα, λες και παραπάνω χρησιμοποίησα όλες τις ωραίες λέξεις μου. Έτσι θα αφήσω τον αναγνώστη να νομίζει ότι ακόμα ταξιδεύω στα νερά του Αιγαίου.