Η Ρουθ Πέτερμαν μιλάει για τη φύση του Δέλτα Νέστου στα πλαίσια του project "Πορτραίτα Γερμανών που μιλούν στα ελληνικά για τη «δική» τους Ελλάδα" !
Η Deutsche Welle ξεκίνησε μια νέα σειρά βίντεο με Γερμανούς που μας λένε τι αγαπούν, τι τους ενοχλεί, αν το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας και η πρόσφατη οικονομική κρίση στάθηκαν εμπόδιο στις σχέσεις τους με τους Έλληνες.
Για την Ρουθ Πέτερμαν από τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία οι δύσκολες έρευνες τα βράδια σε σπηλιές, δάση, όχθες ποταμιών ήταν για χρόνια κομμάτι της καθημερινότητάς της. Σπούδασε Οικολογία στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ με ειδίκευση σε μικρά θηλαστικά, όπως σκίουρους και ποντίκια, αλλά και στις νυχτερίδες. Μια συνεργασία της Σχολής της με την περιοχή του Δέλτα του Νέστου την έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1995 για πρακτική άσκηση. Δύο χρόνια μετά θέλοντας να καταγράψει τα είδη μικρών θηλαστικών και νυχτερίδων στην περιοχή του Νέστου επέστρεψε για τη διπλωματική της εργασία στα ίδια μέρη.
Με τη βοήθεια ντόπιων έμαθε απ' έξω την περιοχή του Νέστου, της Χρυσούπολης και της Κεραμωτής κι έτσι κατάφερε να καταγράψει 41 είδη μικρών θηλαστικών αλλά και πολλά είδη νυχτερίδων που αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία του μοναδικού οικοσυστήματος της περιοχής. Τότε βέβαια, όπως θυμάται, το Δέλτα του Νέστου δεν ήταν ακόμη εθνικό πάρκο κι έτσι η περιοχή δεν προστατευόταν επαρκώς. Επίσης οι κυνηγοί, συχνά παράνομοι, διατάρασσαν με την άναρχη παρουσία τους την ησυχία του σπάνιου αυτού οικοσυστήματος που είναι τόσο σημαντικό για τη νότιοανατολική Ευρώπη. Εκεί συναντάμε, όπως αναφέρει η ίδια, είδη από την Μεσόγειο, την Μικρά Ασία αλλά και την Κεντρική Ευρώπη.
Η Ρουθ εντυπωσιάστηκε από τη μαγεία της βιοποικιλότητας του Νέστου. Αλλά και από την άγρια ομορφιά της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Έκανε παράλληλα μαθήματα ελληνικών για επιστημονικούς λόγους αλλά κυρίως για να μπορεί να μιλά με τους ντόπιους στη γλώσσα τους. Στα φοιτητικά της χρόνια ταξίδεψε πολύ στη βόρεια Ελλάδα. Έπειτα επέστρεψε στη Γερμανία, όπου γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της.
Η σχέση με την Ελλάδα και τον Νέστο ήταν μάλλον καρμική. Λίγα χρόνια αργότερα ο σύζυγός της αναλαμβάνει ένα περιβαλλοντικό πρότζεκτ μεταξύ Θεσσαλονίκης και Ροδόπης και η Ρουθ ένα χρόνο μετά αποφασίζει να τον ακολουθήσει με το πρώτο παιδί τους. «Δεν ήθελα όμως να μείνω στην Θεσσαλονίκη, ο αέρας δεν ήταν καθαρός. Γι αυτό πήγαμε με το παιδί στην Χρυσούπολη». Αλλά τα πράγματα δεν ήταν, όπως ακριβώς τα θυμόταν. Η ανεμελιά των φοιτητικών χρόνων είχε παρέλθει κι έτσι πλέον ως νεαρή μητέρα από τη Γερμανία το να ζήσει σε μια επαρχιακή ελληνική κωμόπολη χωρίς τις γερμανικές ανέσεις ήταν πρόκληση.
«Έβγαινα στην αγορά για ψώνια, προσπαθούσα να γνωρίσω κι άλλες νεαρές μαμάδες, ήμουν στην αρχή μόνη αλλά γρήγορα βρήκα τον ρυθμό μου», όπως λέει. Έφτιαξε μάλιστα και τον δικό της «μπαξέ», που γεμάτη περηφάνια δείχνει σε φωτογραφίες. «Όταν νήστευαν οι γιαγιάδες της γειτονιάς, μου έδιναν όλα τα αυγά από τις κότες για το μωρό» θυμάται γελώντας. Μέχρι σήμερα, που η οικογένεια έχει επιστρέψει πλέον στη Γερμανία, δεν ξεχνά τις ελληνικές συνήθειες: φραπέ το καλοκαίρι αλλά και γίγαντες στο φούρνο.
Στη Γερμανία, όπως λέει η Ρουθ, γύρισαν κυρίως λόγω των παιδιών, ώστε να έχουν πρόσβαση σε ένα καλύτερο και κυρίως δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα. «Στην Ελλάδα σχεδόν όλα τα παιδιά πήγαιναν ή έπρεπε να πηγαίνουν σε φροντιστήρια», λέει απορημένη. Τι κρατά από την Ελλάδα; Άπειρες καλές αναμνήσεις κοντά στη θάλασσα, κάτω από το ελληνικό φως, με καλό φαγητό και γλέντια με φίλους. Αλλά και τις δύσκολες «ερευνητικές περιπολίες» για νυχτόβια μικρά θηλαστικά και απόκοσμες αλλά διόλου επικίνδυνες νυχτερίδες.
Άρθρο : Δήμητρα Κυρανούδη
Πηγή: Deutse Welle